- Μέντ'
- Μέντα , Μέντηςmasc voc sgΜέντα , Μέντηςmasc nom sg (epic)Μένται , Μέντηςmasc nom/voc plΜέντᾱͅ , Μέντηςmasc dat sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μέντ' — μέντοι indeclform (particle) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χείλεχ μέντ’ έδίην δ’ όκ έδίηνε. — См. По усам текло, в рот не попало … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
по усам текло, в рот не попало — Ср. Были деньги, да взять не успели: по усам текло, да в рот не попало... Островский. Лес. 4, 1. Ср. Тут... не удалось, дом не такой, нельзя было настаивать очень... только что... нам по усам текло, а в рот не попало. Даль. Хлебные дельцы.… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона
По усам текло, в рот не попало — По усамъ текло, въ ротъ не попало. Ср. Были деньги, да взять не успѣли: по усамъ текло, да въ ротъ не попало... Островскій. Лѣсъ. 4, 1. Ср. Тутъ... не удалось, домъ не такой, нельзя было настаивать очень... только что... намъ по усамъ текло, а въ … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
PAOK Salónica BC — Para el artículo sobre el club polideportivo, véase PAOK Salónica. PAOK Salónica BC ΚΑΕ Π.Α.Ο.Κ. Liga A1 Ethniki Fundado 1928 … Wikipedia Español
εύγε — (ΑΜ εὖγε, Α και εὖ γε) (επιφών. επιδοκιμασίας, συχνά σε διπλή ή και τριπλή εκφορά) ωραία! πολύ καλά! μπράβο! («εὖγε, ὦ βέλτιστε», Πλάτ.) αρχ. 1. επίρρ. (σε απαντήσεις με τις οποίες επιβεβαιώνει κάποιος αυτά που έχουν ειπωθεί) ορθά, σωστά (α.… … Dictionary of Greek
ποδήλατο — Όχημα με δύο τροχούς ίσης διαμέτρου, εφοδιασμένους με ελαστικά και τοποθετημένους σε μεταλλικό πλαίσιο. Το π. κινείται από τη μυϊκή δύναμη των ποδιών του ατόμου το οποίο το χρησιμοποιεί. Η δύναμη προώθησης μεταδίδεται στον πίσω τροχό με μια… … Dictionary of Greek
Μακ Κιμ, Τσαρλς Φόλεν — (Charles Follen McΚim, Πενσιλβάνια 1847 – Λονγκ Άιλαντ 1909). Αμερικανός αρχιτέκτονας. Σπούδασε στην επιστημονική σχολή του πανεπιστημίου του Χάρβαρντ και αργότερα στην Ευρώπη· το 1867 παρακολούθησε μάλιστα τα μαθήματα στη Σχολή Καλών Τεχνών του… … Dictionary of Greek
Μασσαλία — I (Marseille ή Marseilles). Πόλη (807.071 κάτ. το 1998) της νοτιοανατολικής Γαλλίας, πρωτεύουσα του νομού Μπους ντι Pov (Bouches du Rhone, 5.112 τ. χλμ., 1.835.719 κάτ.) στην Προβηγκία. Χτισμένη στις ακτές ενός μεγάλου κόλπου της Μεσογείου, στους … Dictionary of Greek